υπομηχανικός

υπομηχανικός
ο
1. βοηθός ή αντικαταστάτης μηχανικού.
2. ο πτυχιούχος του «Μικρού Πολυτεχνείου» ή των ΤΕI: Πολιτικός υπομηχανικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπομηχανικός — ο, Ν 1. βοηθός ή αντικαταστάτης μηχανικού 2. πτυχιούχος μηχανικός ανώτερης και όχι ανώτατης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + μηχανικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”